Η ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ "ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ" ΣΤΟ ΤΕΧΝΟΠΟΛΙΣ |
![]() ![]() Η Εξαιρετική Ταινία ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ από τις 26/02/2009 στην Πόλη μας Πατήστε εδώ για να δείτε το Trailer Η νέα ταινία της Μέριλ Στριπ και του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, «Αμφιβολία», προβάλλεται από τις 26/02/2009 στο Τεχνόπολις. Ο Τζον Πάτρικ Σάνλεϋ, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το επιτυχημένο θεατρικό έργο του, σε μια ιστορία για την αναζήτηση της αλήθειας, τη δύναμη για αλλαγή και τις καταστροφικές συνέπειες της τυφλής δικαιοσύνης σε μια εποχή που ορίζεται από τις ηθικές της πεποιθήσεις. Σε ένα καθολικό σχολείο στο Μπρονξ, μία καλόγρια γίνεται καχύποπτη καθώς παρατηρεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον ενός ιερέα για τη ζωή ενός συγκεκριμένου νεαρού μαύρου μαθητή. Είναι υπερβολικά προστατευτική ή μήπως όχι αρκετά; Θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει το σύστημα για να μάθει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Υποψηφιότητα για 5 Χρυσές Σφαίρες: Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου, Α’ Γυναικείου Ρόλου (Μέριλ Στριπ), Β’ Ανδρικού Ρόλου (Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν), Β’ Γυναικείου Ρόλου (Έιμι Άνταμς), Β’ Γυναικείου Ρόλου (Βιόλα Ντέιβις) Υποψηφιότητα για Βραβείο Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου – Writers Guild of America Υποψηφιότητα για 5 Screen Actors Guild Awards (Μέριλ Στριπ, Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν, Έιμι Άνταμς, Βιόλα Ντέιβις, Καλύτερου Καστ) Υποψηφιότητα για 5 Chicago Film Critics Association Awards (Μέριλ Στριπ, Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν, Έιμι Άνταμς, Βιόλα Ντέιβις, Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου) Συντελεστές: Σκηνοθεσία : ΤΖΟΝ ΠΑΤΡΙΚ ΣΑΝΛΕΪ Σενάριο : ΤΖΟΝ ΠΑΤΡΙΚ ΣΑΝΛΕΪ Παραγωγή : ΣΚΟΤ ΡΟΥΝΤΙΝ, ΜΑΡΚ ΡΟΪΜΠΑΛ Πρωταγωνιστούν : ΜΕΡΙΛ ΣΤΡΙΠ, ΦΙΛΙΠ ΣΕΫΜΟΥΡ ΧΟΦΜΑΝ, ΕΪΜΥ ΑΝΤΑΜΣ, ΒΙΟΛΑ ΝΤΕΪΒΙΣ Δ/ση Φωτογραφίας : ΡΟΤΖΕΡ ΝΤΙΚΙΝΣ, ASC, ΒSC Κοστούμια : ΑΝ ΡΟΘ Μουσική : ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΣΟΡ Η Υπόθεση Το 1964, στο σχολείο του Σεντ Νίκολας στο Μπρονξ, ο χαρισματικός ιερέας Φλιν (Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν) προσπαθεί να ανατρέψει τα αυστηρά έθιμα διαπαιδαγώγησης. Σε αντίθεση με αυτόν, η αυστηρή Διευθύντρια του σχολείου Αδελφή Αλοΐσιους (Μέριλ Στριπ), πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη του φόβου και της πειθαρχίας. Οι άνεμοι της πολιτικής αλλαγής όμως φτάνουν αναπόφευκτα μέχρι την κοινότητα του Μπρονξ και το σχολείο μόλις δέχεται τον πρώτο του μαύρο μαθητή, τον Ντόναλντ Μίλερ. Όταν η αθώα Αδελφή Τζέιμς (Έιμυ Άνταμς) μοιράζεται με την Αδελφή Αλοΐσιους την υποψία της ότι ο Πάτερ Φλιν δείχνει υπερβολικό ενδιαφέρον προς τον Ντόναλντ, η σκληρή Διευθύντρια ορκίζεται να αποκαλύψει την αλήθεια και να διώξει τον ιερέα από το σχολείο. Χωρίς καμία άλλη απόδειξη πέρα από τη βεβαιότητά της, η Αδελφή Αλοΐσιους ξεκινάει μια αμείλικτη μάχη που απειλεί να διαλύσει την εκκλησία και το σχολείο, με συγκλονιστικές συνέπειες. Η Ταινία: Πολλά Ερωτήματα, Καμία Απάντηση… Από τις πρώτες σκηνές της ταινίας ‘Αμφιβολία’ μέχρι το δυναμικό φινάλε της, μια διάχυτη αβεβαιότητα συνοδεύει τους θεατές σε ένα προκλητικό μυστήριο όπου δύο καλόγριες, ένας ιερέας, και η μητέρα ενός αγοριού έρχονται αντιμέτωποι με τα βασικά τους πιστεύω, παλεύοντας με κρίσεις και ετυμηγορίες, την καταδίκη και την αμφιβολία. Αυτή ακριβώς η λέξη, «αμφιβολία», ήταν που αρχικά ενέπνευσε τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ να γράψει το ομώνυμο θεατρικό έργο, το οποίο έγινε το πιο πολυσυζητημένο έργο της δεκαετίας μας. «Όταν ξεκίνησα να γράφω, αισθανόμουν περιτριγυρισμένος από μια κοινωνία που φαινόταν απόλυτα βέβαιη για ένα σωρό πράγματα» θυμάται ο Σάνλεϊ. «Έτσι αποφάσισα να δημιουργήσω ένα θεατρικό έργο γύρω από το γεγονός ότι ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι στα σίγουρα. Ήθελα να επισημάνω ότι η φύση της αμφιβολίας τείνει στο άπειρο, ότι η αμφισβήτηση επιτρέπει την εξέλιξη και την αλλαγή σε αντίθεση με τη βεβαιότητα, που οδηγεί σε αδιέξοδα. Όταν υπάρχει βεβαιότητα τότε η συζήτηση σταματά» παρατηρεί ο συγγραφέας, που εκτός από την αμφιβολία ως κατάσταση, σχολιάζει επίσης και το μηχανισμό της, εκθέτοντας πολλές απόψεις για τα ίδια γεγονότα και αφήνοντας να τις κρίνει μόνος του ο θεατής. «Δε θα πω εγώ στους θεατές τι είναι σωστό και τι λάθος. Θέλησα απλά να τους κάνω να σκεφτούν και να αισθανθούν αντί να προκαθορίσω το τι ακριβώς θα σκεφτούν και θα αισθανθούν. Για περισσότερο από έναν αιώνα οι σκηνοθέτες θέτουν ερωτήματα τα οποία απαντούν στο τέλος της ταινίας. Με το συγκεκριμένο έργο ήθελα το κοινό να φύγει από την αίθουσα όχι με μια απάντηση αλλά με τη σκέψη 'Τι ωραία ερώτηση!'. Έτσι οι θεατές οικειοποιούνται την ιστορία». Θέλοντας να μιλήσει για την αμφιβολία, ο Σάνλεϊ αναζήτησε μια κατάσταση που θα μπορούσε να δημιουργήσει πολώσεις. Ένας παπάς που κατηγορείται -άδικα ενδεχομένως- ότι εκμεταλλεύεται έναν πιστό του, θα δημιουργούσε το κατάλληλο υπόβαθρο για την ιστορία. Έχοντας καταλήξει στο θέμα του, ο συγγραφέας ανέτρεξε στα προσωπικά του βιώματα από τα παιδικά του χρόνια, όταν μαθήτευε σε ένα αυστηρό Καθολικό σχολείο του Μπρονξ. Τη συγκεκριμένη περίοδο που περιγράφει η ταινία, το 1964, οι ανατροπές στην αμερικανική κοινωνία ήταν έντονες: αμέσως μετά τη δολοφονία του Κένεντι, η πίστη σε ιεραρχίες και θεσμούς όπως ο στρατός ή η εκκλησία, είχε κλονιστεί. Επίσης οι συζητήσεις για το θέμα του ρατσισμού ήταν έντονες. Ενσωματώνοντας όλα αυτά τα στοιχεία στην ταινία του, ο Σάνλεϊ προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις και από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες που εκφράζουν τις εκ διαμέτρου αντίθετες πλευρές, παρότι, όπως ομολογεί ο ίδιος, ταυτίζεται με ορισμένα χαρακτηριστικά τόσο του Πατέρα Φλιν όσο και της Αδελφής Αλοϊσιους. Από το Θέατρο στον Κινηματογράφο Το θεατρικό έργο του Σάνλεϊ, που έκανε την πρεμιέρα του το 2004 στο Μπρόντγουεϊ, προκάλεσε ενθουσιώδεις κριτικές και σάρωσε κυριολεκτικά τα βραβεία (τιμήθηκε με Tony και Pulitzer καθώς και με τα βραβεία New York Drama Critics Circle Award, Lucille Lortel Award, Outer Critics Circle Award, Drama League Award και Drama Desk). Το 2005 ανέβηκε στο θέατρο Γουόλτερ Κερ και παρέμεινε εκεί για 525 παραστάσεις, ενώ στη συνέχεια περιόδευσε στην Αμερική αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Από τις έντονες και διαφορετικές αντιδράσεις του κοινού, ο συγγραφέας συμπέρανε ότι το ζήτημα της αμφιβολίας ήταν κάτι που ενδιέφερε πραγματικά τον κόσμο, κι έτσι αποφάσισε να προχωρήσει στην κινηματογραφική του διασκευή. Στην πορεία ανακάλυψε ότι η ελευθερία του κινηματογράφου προσφερόταν για να εξερευνηθούν και άλλες πτυχές της ιστορίας: η ζωή των καλογριών, των παιδιών στο σχολείο αλλά και το περιβάλλον του Μπρονξ σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών. «Το φιλμ μου επέτρεψε να μπω σε λεπτομέρειες της ιστορίας που δεν ήταν δυνατόν να αγγίξω στο θεατρικό έργο, παρότι το ήθελα πολύ» λέει ο Σάνλεϊ. «Έτσι μπόρεσα να διεισδύσω στον κόσμο των μοναχών και να χρησιμοποιήσω τη σιωπή της ζωής τους ως κομμάτι της κινηματογραφικής δομής. Οι σιωπές στην ταινία επιδρούν στη ροή της ιστορίας, γιατί επιτρέπουν τόσο στους χαρακτήρες όσο και στους θεατές να προβληματιστούν πάνω σε όσα συμβαίνουν». Γνωρίζοντας ότι θα κινηματογραφούσε ο ίδιος την ταινία, ο Σάνλεϊ έγραψε το σενάριο από την οπτική πλευρά της κάμερας. Για να τροφοδοτήσει την αφήγηση, ο συγγραφέας ακολούθησε τη δομή ενός ιδιαίτερου κινηματογραφικού είδους, των ταινιών μυστηρίου, «προδίδοντας» όμως τις συμβάσεις του, αφού το αρχικό ερώτημα ‘Το έκανε ή δεν το έκανε?’ που γεννιέται στο θεατή δεν παίρνει ποτέ απάντηση. Όσο για τους χαρακτήρες, ο Σάνλεϊ άντλησε σημαντικές πληροφορίες αλλά και έμπνευση από ανθρώπους που ήδη γνώριζε, και συγκεκριμένα τις Αδελφές του Ελέους κοντά στις οποίες μεγάλωσε ως μαθητής. Ο χαρακτήρας της Αδελφής Τζέιμς «χτίστηκε» πάνω στην προσωπικότητα της Αδελφής Πέγκι, μιας δασκάλας του Σάνλεϊ, που μάλιστα συμμετείχε ενεργά στην παραγωγή ως σύμβουλος. Η Αδελφή Πέγκι συνεργάστηκε στενά με τους ηθοποιούς, απαντώντας σε όλα τους τα ερωτήματα σχετικά με τις συνήθειες και τη συμπεριφορά των καλογριών και ταυτόχρονα λειτουργώντας σαν έμπνευση γι'αυτούς, με το πνεύμα και τις αναμνήσεις της. Αυστηρό Κάστινγκ για Απαιτητικούς Ρόλους Παρότι ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης μπορούσε να απευθυνθεί στους ηθοποιούς που είχαν πρωταγωνιστήσει στην επιτυχημένη θεατρική παράσταση, επέλεξε να ξεκινήσει από την αρχή με νέο καστ: «Δε θέλησα ποτέ να αναπαράγω τη θεατρική εμπειρία στο φιλμ, ούτε να καπηλευτώ την εξαιρετική δουλειά του Νταγκ Χιούζ που σκηνοθέτησε το θεατρικό έργο» εξηγεί ο Σάνλεϊ. «Ήθελα να δημιουργήσω κάτι νέο, μαζί με μια δημιουργική ομάδα ηθοποιών που θα είχαν εμπειρία από τον κινηματογράφο». Η Μέριλ Στριπ βρισκόταν από την αρχή στο μυαλό του Σάνλεϊ, ως ιδανική περίπτωση ηθοποιού που θα μπορούσε να μεταφέρει στους θεατές τον εσωτερικό κόσμο της Αδελφής Αλοίσιους, να τους κάνει να αισθανθούν το πάθος της, τις αμφιβολίες, την ανάγκη για δικαιοσύνη, ακόμα και την πίστη της πίσω από ένα δικτατορικό και αδίστακτο προσωπείο. Η Στριπ ενθουσιάστηκε από την κινηματογραφική απόδοση του θεατρικού έργου, αλλά και από το γεγονός ότι η ταινία προκαλεί το θεατή σε προσωπικό επίπεδο, κι έτσι δέχτηκε το δύσκολο ρόλο της. Για να προετοιμαστεί σχετικά, η ηθοποιός δούλεψε στενά με τις καλόγριες του Κολλεγίου Μάουντ Σεντ Βίνσεντ: «η πειθαρχία, η αγνότητα, το καθαρό μυαλό των γυναικών αυτών με εντυπωσίασε και γενικά με βοήθησαν πολύ», λέει η Μέριλ Στριπ. Με δεδομένη τη συμμετοχή της στην ταινία, ο Σάνλεϊ είχε περιορισμένες επιλογές για τον κεντρικό ανδρικό ρόλο, αφού πολλοί λίγοι ηθοποιοί μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα στη Στριπ, σε μια απευθείας αντιπαράθεση. «Ο Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν ήταν ο μοναδικός ηθοποιός που πίστευα ότι θα ήταν ικανός να πιέσει τη Μέριλ σε κάθε σκηνή. Και πράγματι, στη μεγάλη τους αναμέτρηση ήταν σα μια αντιπαράθεση μονομάχων, μια ηρωική μάχη εκτός κλίμακας» θυμάται ο Σάνλεϊ. Επιπλέον, οι δύο ηθοποιοί είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν, υποδυόμενοι τη μάνα και το γιο σε μια θεατρική μεταφορά του Γλάρου. Ο Χόφμαν, που είχε επανειλημμένα παρακολουθήσει το θεατρικό ως θεατής, θέλησε να συμμετέχει στην κινηματογραφική μεταφορά: «Μου αρέσει που δεν υπάρχει τίποτα το απόλυτο σε αυτήν την ιστορία πέρα από τα ανθρώπινα πάθη». Για να μπει στο ρόλο του, πέρασε αρκετό χρόνο στα άδυτα μιας Καθολικής εκκλησίας ώστε να μάθει τα καθήκοντα του πάστορα. «Στα γυρίσματα, ήταν σα να βρισκόμασταν σε ρινγκ: όταν η κάμερα σταματούσε να γράφει, ο Φιλ και η Μέριλ κάθονταν σε δύο διαφορετικές γωνίες, με τα κεφάλια πεσμένα, χαμένοι σε ένα προσωπικό τους σύμπαν, μαζεύοντας δυνάμεις για την επόμενη σκηνή. Και όταν έφτανε η στιγμή, σηκώνονταν και έκαναν τους τοίχους να τρέμουν» περιγράφει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης. Τέλος, για τον καταλυτικό ρόλο της Αδελφής Τζέιμς που ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τη θέση του κοινού ανάμεσα σε δύο αλήθειες, επιλέχθηκε η Έιμυ Άνταμς, υποψήφια για Όσκαρ για την κινηματογραφική ερμηνεία της στην ταινία ‘Μια Ξένη Ανάμεσά Μας’. Η Αισθητική της Ταινίας Για να αποτυπώσει την οπτική του απέναντι στο δύσκολο θέμα του, ο Πάτρικ Σάνλεϊ συνεργάστηκε με τον 7 φορές υποψήφιο για Όσκαρ Διευθυντή Φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς. «Ο Ρότζερ, εκτός από εξαιρετικός κάμεραμαν, διαθέτει μια αγνή αισθητική αλλά και μια αυστηρότητα στην κίνηση της κάμερας που ήταν απαραίτητη για να εκφραστεί το περιεχόμενο της ταινίας» παρατηρεί ο σκηνοθέτης. Τα γυρίσματα του έργου έγιναν στο πραγματικό περιβάλλον όπου διαδραματίζεται η ιστορία, στην εργατική Καθολική συνοικία του Μπρονξ, που αποτέλεσε και την έμπνευση του σκηνοθέτη. «Είναι μια ιστορία της Νέας Υόρκης - πάντα ήθελα να επιστρέψω και να κινηματογραφήσω στη γειτονιά όπου μεγάλωσα» λέει ο Σάνλεϊ. Η φανταστική εκκλησία και το σχολείο του Σεντ Νίκολας προέκυψαν από ένα συνδυασμό πραγματικών κτιρίων: το Κολλέγιο του Μάουντ Σεντ Βίνσεντ, όπου ιδρύθηκε από τις Αδελφές του Ελέους το πρώτο Κολλέγιο Θηλέων στη Νέα Υόρκη, την εκκλησία του Σεντ Ογκουστάιν και το σχολείο του Σεντ Άντονι, όπου ήταν κάποτε μαθητής ο Σάνλεϊ. Τα κουστούμια έπαιξαν επίσης καθοριστικό ρόλο ώστε να αποδοθεί οπτικά ο αντιφατικός κόσμος τον οποίο περιγράφει η ταινία: η βραβευμένη με Όσκαρ ενδυματολόγος Αν Ροθ αντέγραψε τα παραδοσιακά, μεσαιωνικού τύπου ενδύματα των καλογριών, με το σκούρο σκούφο και την κάπα, που φοριούνταν από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του ’60. Όπως παρατηρεί η Στριπ, «η συγκεκριμένη ενδυμασία ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της προετοιμασίας για το ρόλο: απαιτεί πολύ χρόνο για να ντυθείς στην εντέλεια, είναι σα μια καθημερινή πρωινή τελετουργία που σου θυμίζει ότι βρίσκεσαι στην υπηρεσία του Θεού». Τέλος, για να δώσει στην ταινία την τελική της μορφή, ο Σάνλεϊ συνεργάστηκε με τον υποψήφιο για Όσκαρ Μοντάζ Ντίλαν Τίτσενορ, αλλά και με τον βραβευμένο με Όσκαρ συνθέτη Χάουαρντ Σορ. «Ήθελα μια μουσική που να γεννά έντονα συναισθήματα στους θεατές, χωρίς όμως να τους επιβάλει το τι θα αισθάνονται. Ήταν μια δύσκολη πρόκληση αλλά ο Χάουαρντ κατάφερε να κάνει εκπληκτική δουλειά». |
< Προηγούμενο | Επόμενο > |
---|